ἄδοξος

ἄδοξος
ἄδοξ-ος, ον,
A without δόξα, inglorious,

πόλεμος D.5.5

; disreputable,

τέχνη X.Smp.4.56

.
2 obscure, ignoble,

πόλεις Isoc.12.253

;

ἀνώνυμοι καὶ ἄ. D.8.66

, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv.

-ξως Plu.Thes.35

.
II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ-ότατα λέγειν ib.159a19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄδοξος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… …   Dictionary of Greek

  • άδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει δόξα, καλή φήμη: Ήταν σπουδαίος, είχε όμως άδοξο τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδοξότερον — ἄδοξος without adverbial comp ἄδοξος without masc acc comp sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοξοτάτων — ἄδοξος without fem gen superl pl ἄδοξος without masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοξοτέραις — ἄδοξος without fem dat comp pl ἀδοξοτέρᾱͅς , ἄδοξος without fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοξοτέρων — ἄδοξος without fem gen comp pl ἄδοξος without masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοξότατα — ἄδοξος without adverbial superl ἄδοξος without neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοξότατον — ἄδοξος without masc acc superl sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόξως — ἄδοξος without adverbial ἄδοξος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδοξον — ἄδοξος without masc/fem acc sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”