ἄδοξος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… … Dictionary of Greek
άδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει δόξα, καλή φήμη: Ήταν σπουδαίος, είχε όμως άδοξο τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδοξότερον — ἄδοξος without adverbial comp ἄδοξος without masc acc comp sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξοτάτων — ἄδοξος without fem gen superl pl ἄδοξος without masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξοτέραις — ἄδοξος without fem dat comp pl ἀδοξοτέρᾱͅς , ἄδοξος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξοτέρων — ἄδοξος without fem gen comp pl ἄδοξος without masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξότατα — ἄδοξος without adverbial superl ἄδοξος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξότατον — ἄδοξος without masc acc superl sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξως — ἄδοξος without adverbial ἄδοξος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδοξον — ἄδοξος without masc/fem acc sg ἄδοξος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)